Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στην Αθήνα κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη (1921 - 1922). Το 1922, όντας στο Παρίσι, ξεκίνησε σπουδές γαλλικής και ελληνικής φιλολογίας στη Σορβόννη, ενώ συγχρόνως φοιτούσε στην Ακαδημία Ranson και στο εργαστήριο χαρακτικής του Δημήτρη Γαλάνη. Στη γαλλική πρωτεύουσα παρέμεινε έως το 1934, πραγματοποιώντας ενδιαμέσως ταξίδια στην Ελλάδα. Ήδη από το 1923 άρχισε την εκθεσιακή του δραστηριότητα με τη συμμετοχή του στο "Σαλόν των Ανεξαρτήτων", όπου εξέθεσε και τις επόμενες χρονιές έως το 1926. Το 1927 πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Παρίσι στην γκαλερί "Percier" και την επόμενη χρονιά στην αίθουσα "Στρατηγοπούλου" στην Αθήνα με συνεκθέτη το γλύπτη Μιχάλη Τόμπρο. Στα 1936 - 1937 συνεργάστηκε για την έκδοση του περιοδικού "Το Τρίτο Μάτι", στο οποίο δημοσίευσε μεταφράσεις κειμένων και άρθρα. Το 1937 ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη σκηνογραφία, σχεδιάζοντας τα σκηνικά και τα κοστούμια για παράσταση του Θεάτρου της Μαρίκας Κοτοπούλη. Ακολούθησε η συνεργασία του με τη Νέα Σχολή Δραματικής Τέχνης του Σωκράτη Καραντινού (1938), το Εθνικό Θέατρο (1950), το Μοντέρνο Ελληνικό Μπαλέτο της Ραλλούς Μάνου (1950), τη Σχολή Ματέι (1952) και το Covent Garden του Λονδίνου (1961). Το 1941 εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβειου Πολυτεχνείου, όπου δίδαξε σχέδιο και σύνθεση έως το 1958. Το 1946 παρουσιάστηκε η πρώτη αναδρομική έκθεση του έργου του στο Βρετανικό Συμβούλιο Αθηνών, και ακολούθησε, το 1973, η αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας με εκατόν εξήντα τέσσερα έργα. Το 1949 εξέθεσε με την ομάδα "Αρμός", της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος, και το 1950 μετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας με δέκα επτά έργα. Στο μεταξύ συνέχισε να παρουσιάζει ατομικές εκθέσεις, σε πόλεις όπως το Λονδίνο, το Παρίσι, το Βερολίνο, και από το 1958 ξεκίνησε τη συνεργασία του με την γκαλερί Ιόλα, εκθέτοντας στη Νέα Υόρκη, το Παρίσι, τη Γενεύη και το Μιλάνο. Το 1973 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το 1979 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1986 εξελέγη μέλος της Royal Academy του Λονδίνου. Την ίδια χρονιά πραγματοποιήθηκε η δωρεά του καλλιτέχνη στην Εθνική Πινακοθήκη, η οποία περιλαμβάνει σαράντα πέντε έργα του. Το 1992, σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη, ίδρυσε το Μουσείο Χατζηκυριάκου - Γκίκα στην Αθήνα.
Άνθρωπος με ποικίλα πνευματικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, ασχολήθηκε ακόμη με τη χαρακτική, την εικονογράφηση βιβλίων, τη γλυπτική -αναδρομική έκθεση του γλυπτικού του έργου πραγματοποιήθηκε το 1984 στην αίθουσα "Το Τρίτο Μάτι" στην Αθήνα-, ενώ έδωσε επίσης πολλές διαλέξεις και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα για θέματα τέχνης και αισθητικής. Μορφή της "Γενιάς του '30", ο Γκίκας αξιοποίησε στη ζωγραφική του κυβιστικές και κονστρουκτιβιστικές διατυπώσεις σε συνδυασμό με τύπους της ελληνικής τέχνης, επιτυγχάνοντας μια καθαρά προσωπική σύνθεση ευρωπαϊκών πρωτοποριακών και εγχώριων παραδοσιακών στοιχείων.