Το 1878 ήρθε στην Αθήνα, όπου, για δύο χρόνια, παρακολούθησε μαθήματα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου. Το 1880, με οικονομική υποστήριξη του ομογενούς Στέφανου Ζαφειρόπουλου, πήγε στο Μόναχο και γράφτηκε στην Ακαδημία. Για επτά χρόνια παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής με καθηγητές τους Julius Benczur, Ludwig von Lofftz, Wilhelm von Diez και Νικόλαο Γύζη, με τον οποίο μάλιστα τον συνέδεσε στενή φιλία.
Στη βαυαρική πρωτεύουσα παρέμεινε ως το 1925. Στο διάστημα αυτό διατηρούσε δικό του εργαστήριο, έγινε μέλος του Kunstverein Luitpoldgruppe και ανέπτυξε πλούσια καλλιτεχνική δραστηριότητα.
Αυτό που τον απασχόλησε περισσότερο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ήταν η μελέτη του χρώματος και η διατύπωση μιας θεωρίας σχετικά με τα θερμά, τα ψυχρά και τα συμπληρωματικά χρώματα.
Οι σκηνές της καθημερινής ζωής και τα τοπία, που κυριαρχούν στην καλλιτεχνική του δημιουργία, είναι τα θέματα που τον βοηθούν να εφαρμόσει τις θεωρίες του σχετικά με το χρώμα και το φως. Ενδιαφέρθηκε επίσης για τη νεκρή φύση και την προσωπογραφία, ενώ οι σκηνές από την Ανατολή, τις οποίες εμπνεύστηκε στη διάρκεια των ταξιδιών του στην Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, ακολουθούν το ύφος των οριενταλιστών.