Πρόθεση Νο 2
Work Artirst Modal
Πρόθεση Νο 2
Σπυρόπουλος Γιάννης (1912 Πύλος - 1990 Αθήνα)
Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας κοντά στους Σπυρίδωνα Βικάτο, Ουμβέρτο Αργυρό και Επαμεινώνδα Θωμόπουλο (1933 - 1938). Το 1938 με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών μετέβη στο Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με τον Charles Guerin και σε ελεύθερες ακαδημίες. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1940 και αργότερα άρχισε να παρουσιάζει έργα του σε ατομικές, ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Μπιενάλε Αλεξάνδρειας 1955, Μπιενάλε Σάο Πάολο 1957, Ντοκουμέντα Κάσσελ 1964, 1975). Το 1960 τιμήθηκε με το Βραβείο της U.N.E.S.C.O. στην 30ή Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1961 του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο της πόλης της Οστάνδης του Βελγίου, το 1966 ο Ταξιάρχης του Φοίνικος στην Αθήνα και το 1978 το Βραβείο Gottfried von Herder στη Βιέννη. Το Νοέμβριο του 1990, λίγους μήνες μετά το θάνατό του, συστάθηκε το Ίδρυμα Γιάννη και Ζωής Σπυροπούλου, που αποσκοπεί στη συγκέντρωση, μελέτη, παρουσίαση και αξιοποίηση του ζωγραφικού έργου του Γ. Σπυρόπουλου αλλά και στην ενίσχυση νέων ζωγράφων. Το 1992 εγκαινιάστηκε το σπίτι-μουσείο στην Εκάλη, αφιερωμένο στην πορεία του ζωγράφου και απονεμήθηκε για πρώτη φορά το Βραβείο Γ. Σπυρόπουλου για ταλαντούχους νέους εικαστικούς. Το 1994 το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης οργάνωσε αναδρομική έκθεση του έργου του και ένα χρόνο μετά ακολούθησε η αναδρομική στην Εθνική Πινακοθήκη.
"Κλασικός της Αφαίρεσης", ο Σπυρόπουλος πορεύτηκε, με συνέπεια ως προς την εξέλιξη των μορφοπλαστικών του αναζητήσεων, από την εικονιστική απόδοση στην αφαιρετική και, τέλος, στην αμιγώς αφηρημένη γραφή. Από τα σεζανικά διδάγματα και τη σχηματοποιημένη φόρμα πέρασε στη γεωμετρική δομή και το χτίσιμο μέσω του χρώματος, για να οδηγηθεί σταδιακά στη συνδυασμένη χρήση ετερόκλητων υλικών και της τεχνικής της ελαιογραφίας, την αντιπαράθεση μεγάλων σκοτεινών με μικρότερες φωτεινές χρωματικές επιφάνειες, και να καταλήξει, στα τελευταία του έργα σε χαρτί, στη λιτότητα και την εσωτερικότητα.
Χαράξεις και σημεία που αναδύονται μέσα από άλλοτε πυκνά και άλλοτε διαυγή σκοτάδια, περιοχές, εκτάσεις έντονου γαιώδους χρώματος, αποτυπώσεις γραμμών, υφές πυκνές και αραιές, πλούσιες και συχνά μυστηριώδεις, κολλάζ και πινελιές που μοιάζουν να μην έχουν γίνει από ανθρώπινο χέρι χαρακτηρίζουν τα αφαιρετικά έργα του Γιάννη Σπυρόπουλου. Η υποβλητική σιωπή που επιβάλλουν τα έργα του καταλύεται με την προσεκτική και νηφάλια παρατήρηση των δραματικών ζωγραφικών συμβάντων. Υπαινικτικοί, κρυπτικοί τίτλοι, που γίνονται ταυτόχρονα ο μίτος για την κατανόηση των συμβάντων, αποκαλύπτονται ως η συμφιλίωση του ευτελούς με τον στοχασμό για το επέκεινα της πραγματικότητας.
Η Πρόθεση 2 έρχεται να συμπληρώσει έννοιες όπως αυτές του φωτός, του εναπομείναντος, της φθοράς και της παρουσίας του χρόνου, καλώντας την ίδια τη ζωγραφική να ερμηνεύσει τον Κόσμο κάτω από ένα εσωτερικό φως που αναδύεται μέσα από τα πιο πυκνά ερωτήματα.
Ο Σπυρόπουλος συνετέλεσε έτσι όχι μόνον σε ένα ελληνικό αφαιρετικό ιδίωμα που αναγνωρίστηκε ως σημαντική συμβολή στη ζωγραφική γλώσσα της αφαίρεσης, αλλά και σε μία προσωπική εικονογραφία του ευτελούς και του καθαγιασμένου.