Το 1832, με τη μεσολάβηση πιθανώς του Ludwig Thiersch, έφυγε στο Μόναχο, όπου φοίτησε στο "Πανελλήνιον", το ελληνικό παιδαγωγικό σχολείο που είχε ιδρύσει ο Λουδοβίκος Α΄ για τα ορφανά των αγωνιστών της Επανάστασης. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1844, έγινε δεκτός στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και έως το 1855 ήταν υπότροφος της ελληνικής παροικίας. Χάρη στην οικονομική αυτή στήριξη ταξίδεψε στην Ευρώπη, ενώ από το 1848 έως το 1851 βρέθηκε στην Ελλάδα, με σκοπό να μελετήσει την τοπογραφία και τις φυσιογνωμίες που επρόκειτο να απεικονίσει στις ιστορικές του σκηνές. Στο Μόναχο είχε στο μεταξύ γνωρίσει το έργο των Peter von Hess, Karl von Heideck, Johann Petzl, Karl Krazeisen και Joseph Stieler, γεγονός που ερμηνεύει τη διαμόρφωση του ύφους του μέσα στο κλασικό ρομαντικό πνεύμα αλλά και την επιλογή των θεμάτων της ζωγραφικής του μέσα από τα γεγονότα της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας.
Εισηγητής της "Σχολής του Μονάχου", ασχολήθηκε συστηματικά με την απεικόνιση σκηνών του απελευθερωτικού αγώνα και των επώνυμων ή ανώνυμων πρωταγωνιστών του σύμφωνα με τις αρχές της Ακαδημίας. Η θεματογραφία αυτή ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και τα έργα του λιθογραφήθηκαν, κυκλοφόρησαν ευρέως και καθιερώθηκαν στη συνείδηση του κοινού ως αυθεντικές αναπαραστάσεις της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Άλλη πτυχή της καλλιτεχνικής του δημιουργίας αποτελούν τα πορτρέτα, στα οποία ο Βρυζάκης αναδεικνύεται σε δεξιοτέχνη προσωπογράφο, κάτοχο των εκφραστικών του μέσων.