Καρέκλα
Work Artirst Modal
Καρέκλα
Μπουζιάνης Γιώργος (1885 Αθήνα - 1959 Αθήνα)
Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το 1897 έως το 1906, και στη συνέχεια, με ιδιωτική οικονομική υποστήριξη, μετέβη στη Γερμανία και φοίτησε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Otto Seitz, ενώ μαθήτευσε επίσης κοντά στους Walter Thor και Georg Schildknecht. To 1909 βρισκόταν στο Βερολίνο και γνωρίστηκε με τον Max Liebermann. Στο Μόναχο συνδέθηκε φιλικά με διάφορους καλλιτέχνες, ιδιαιτέρως δε με τον Heinz Waldmuller, ενώ ήδη από την εποχή των σπουδών του στην Αθήνα γνώριζε τον Giorgio de Chirico. Μετείχε στις εκθέσεις τόσο του Kunstverein όσο και του Glaspalast, και από το 1917, οπότε άρχισε να διαμορφώνεται σαφέστερα το εξπρεσιονιστικό του ιδίωμα, παρουσίαζε έργα του στην γκαλερί "Rithaler". Αργότερα θα εκθέσει στις γκαλερί "Thannhauser" του Μονάχου και "Barchfeld" της Λειψίας, στην Πινακοθήκη του Chemnitz (1927, μαζί με το γλύπτη Alexander Fischer), ενώ αξιοσημείωτη είναι και η συμμετοχή του το 1928 στην έκθεση της Neue Secession του Μονάχου, της οποίας ήταν μέλος. Στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας θα παραμείνει έως το 1928, και στη συνέχεια, αφού επισκέφτηκε το 1929 τη Βιέννη, έζησε, έως το 1932, στο Παρίσι, όπου φιλοτέχνησε έναν μεγάλο αριθμό υδατογραφιών. Από την περίοδο αυτή προέρχεται και το Τετράδιο με τους Αφορισμούς, σημαντικό τεκμήριο για τη θεώρηση του καλλιτέχνη. Αφού επέστρεψε στο Μόναχο, όπου παρέμεινε για δύο χρόνια, εγκαταστάθηκε οριστικά πλέον στην Αθήνα - μετά από υπόσχεση να αναλάβει θέση στη Σχολή Καλών Τεχνών, η οποία όμως ουδέποτε πραγματοποιήθηκε - και το 1935 πήρε μέρος σε ομαδική έκθεση στην γκαλερί "Στούντιο". Το 1949, πραγματοποίησε τη μοναδική ατομική του έκθεση στην Ελλάδα στην αίθουσα του "Παρνασσού". Παρουσίασε ακόμη έργα του σε Πανελλήνιες (1938, 1939, 1952), στις εκθέσεις της ομάδας "Στάθμη" (1951 - 1953), της "Ομάδας των Πέντε" (1957), ενώ μετείχε και σε εκθέσεις στο Έρλανγκεν (1952) και τη Ρώμη (1953). Το 1950 πήρε μέρος στην Μπιενάλε της Βενετίας και το 1956 τιμήθηκε με το Ελληνικό Βραβείο του διεθνούς διαγωνισμού Guggenheim. Μετά το θάνατό του, ο σύλλογος "Οι φίλοι του Μπουζιάνη" διοργάνωσε πολλές εκθέσεις και εκδηλώσεις για το έργο του. Το 1977 πραγματοποιήθηκε αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη στην Εθνική Πινακοθήκη.
Ο σημαντικότερος έλληνας εξπρεσιονιστής ζωγράφος, διαμόρφωσε το χαρακτήρα της τέχνης του στη Γερμανία την εποχή που στο καλλιτεχνικό προσκήνιο βρίσκονταν πρωτοποριακές ομάδες, όπως η "Γέφυρα" (Die Brucke) και ο "Γαλάζιος Καβαλάρης" (Der Blaue Reiter), όντας ο ίδιος μέλος της Neue Secession και της Neue Gruppe. Η νεκρή φύση, το τοπίο, αλλά κυρίως η προσωπογραφία και, εν γένει, η ανθρώπινη μορφή, αποτελούν τους κύριους θεματικούς άξονες της ζωγραφικής του, όπου το χρώμα αναδεικνύεται σε βασικό δομικό στοιχείο και αυτόνομη αξία. Το έργο του, ακολουθώντας μια αντιρεαλιστική αντίληψη, αντίκειται σε οποιαδήποτε έννοια ωραιοποίησης, γίνεται φορέας συναισθηματικών καταστάσεων και προοιωνίζει την αφαίρεση.
Όταν ο Μπουζιάνης ζωγραφίζει μία καρέκλα από το σπίτι του, ζει ήδη περισσότερο από μία δεκαετία στην Αθήνα, φτωχός, απομονωμένος στο εργαστήριό του, αφοσιωμένος στη ζωγραφική και την περίσκεψη γύρω από αυτή. Αυτά τα τελευταία χρόνια ο ζωγράφος ζωγραφίζει την πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρό του, την καρέκλα του, το δωμάτιο. Τα ταπεινά αντικείμενα της καθημερινότητας, ντύνονται την αχλή και τον στοχασμό όσων υπήρξαν μάρτυρες, μεταμορφώνονται σε παρουσίες του χρόνου.
Οι δαιδαλώδεις πινελιές του ζωγράφου, που τον ονόμασαν εξπρεσσιονιστή, δεν μεταφράζουν το φως, τη σκιά, την απατηλή όψη των πραγμάτων, αλλά την αίσθηση της παρουσίας και της απουσίας, τον διάλογο ανάμεσα στο παροδικό, το ευτελές, την επίγνωση του ανθρώπου ότι υπόκειται στο πέρασμα του χρόνου, γίνονται δηλαδή μορφές πέρα από τον χρόνο. «Είτε άνθρωπος, είτε ζώο, είτε πράγμα, όλα ξέρουν να μιλούν σ’ αυτόν που ξέρει ν’ ακούει», έγραψε ο Μπουζιάνης γύρω στο 1930.