Σε μικρή ηλικία κατέφυγε με την οικογένειά του στην Οδησσό λόγω των διώξεων από τους Τούρκους και στη συνέχεια στην Πετρούπολη, μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο της εποχής, όπου γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Το 1857 ταξίδεψε στη Ρώμη και τη Βενετία για να γνωρίσει τους μεγάλους ζωγράφους της Αναγέννησης και εγκαταστάθηκε τελικά στη Φλωρεντία, όπου έμεινε και εργάστηκε ως το 1867. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ζωή Καμπάνη, η οποία όμως πέθανε ένα χρόνο μετά το γάμο τους από φυματίωση. Έχοντας προσβληθεί και ο ίδιος από την ασθένεια, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Φλωρεντία και να κατευθυνθεί στην Αίγυπτο, που είχε θερμότερο κλίμα. Στη διάρκεια του ταξιδιού του πέρασε από την Αθήνα και επισκέφθηκε την Ακρόπολη. Το όνομά του πάντως αναφέρεται για πρώτη φορά το 1878 στο περιοδικό "Εστία", σύμφωνα με το οποίο η πεθερά του, Ευφημία Καμπάνη, δώρισε επτά έργα του στην Πινακοθήκη του Σχολείου των Τεχνών. Εντούτοις, το ελληνικό κοινό ήρθε πολύ αργότερα σε επαφή με το έργο του, στην έκθεση της Εταιρείας Φιλομούσων το 1895. Έργα του παρουσιάστηκαν επίσης στην έκθεση της Εταιρείας Φιλοτέχνων το 1900, ενώ το 1915 η Εθνική Πινακοθήκη εξέθεσε στο Ζάππειο την "Οικογένεια του ζωγράφου". Το έργο αυτό παρουσιάστηκε επίσης στην έκθεση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών το 1917, καθώς και σε όλες τις εκθέσεις που οργάνωσε η Πινακοθήκη στο Ζάππειο. Το 1908 ο Κίμων Μιχαηλίδης δημοσίευσε εκτενές άρθρο για τον καλλιτέχνη στο περιοδικό "Παναθήναια", ενώ φαίνεται ότι ήταν αναγνωρισμένος και στη Φλωρεντία, αφού μία αυτοπροσωπογραφία του βρίσκεται στην Πινακοθήκη Uffizi, αλλά και ένα κεφάλι γριάς στο Museo Civico της Πάντοβα.
Η ζωγραφική του Κουνελάκη περιλαμβάνει προσωπογραφίες, θρησκευτικά θέματα και σκηνές από τη μυθολογία. Έχοντας γνωρίσει την τέχνη της Αναγέννησης, αλλά και το έργο των γάλλων κλασικιστών του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, συνδυάζει την αναγεννησιακή κλασική δομή, το μέτρο και την αρμονία με το άψογο σχέδιο και τη μελαγχολική απόδοση των μορφών της γαλλικής τέχνης, ενώ στην απεικόνιση των μυθολογικών σκηνών καθοριστικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιξε η γνωριμία του με το έργο του Dominique Ingres.