Πουκάμισα
Work Artirst Modal
Πουκάμισα
Παύλος (Διονυσόπουλος) (1930 Φιλιατρά )
Το 1947 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και, από το 1949 ως το 1953, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1954, με υποτροφία του γαλλικού κράτους, πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι, όπου έμεινε ένα χρόνο παρακολουθώντας μαθήματα στην Ακαδημία Grande Chaumiere. Την ίδια περίοδο ταξίδεψε στην Ισπανία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1955 εργάστηκε στη διαφήμιση και το θέατρο, φιλοτεχνώντας πολλά σκηνικά. Το 1958, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., πήγε και πάλι στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα και άνοιξε εργαστήριο. Στη γαλλική πρωτεύουσα γνωρίστηκε με πολλούς σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως ο Raymond Haynes, o Cesar, o Giacometti, o Calder και o Dubuffet, καθώς και με τον Pierre Restany.
Το 1964 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί J στο Παρίσι, την οποία ακολούθησαν πολυάριθμες ατομικές σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, στην Ελλάδα και στην Αμερική. Το 1972 οργανώθηκε αναδρομική παρουσίαση του έργου του στο Kunstverein, στο Ανόβερο και το 1997 στη Σχολή Καλών Τεχνών (Εργοστάσιο) στην Αθήνα. Εξίσου πολυάριθμες είναι και οι συμμετοχές του σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται παρισινά σαλόνια, οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1958, του Παρισιού το 1965 και το 1978 και της Βενετίας το 1980 και τα Ευρωπάλια το 1982.
Στο έργο του ο Παύλος αξιοποιεί αντιλήψεις του νέου ρεαλισμού και της ποπ αρτ. Συναρμολογώντας κομμένες λωρίδες από αφίσες, αλλά και μεταλλικό σύρμα δημιουργεί χαρακτηριστικές συνθέσεις με γραβάτες, σακάκια, παλτά και πουκάμισα κρεμασμένα σε καρέκλες, σε κρεμάστρες ή στον τοίχο, κουρτίνες, δέντρα, κολόνες και νεκρές φύσεις, τοπία, θάλασσες και χωράφια, όπου η εντύπωση και το αποτέλεσμα εξαρτώνται από το παιχνίδισμα των χρωμάτων και τον τρόπο συγκόλλησης του υλικού. Με ανάλογο τρόπο έχει επίσης δημιουργήσει περιβάλλοντα, ενώ στην καλλιτεχνική του δράση περιλαμβάνονται και δύο χάπενινγκς.
Χρησιμοποιώντας ως κύρια υλικά διαφημιστικές αφίσες, χρωματιστά χαρτιά και σύρματα, ο Παύλος, ανακατασκευάζει αντικείμενα της καθημερινότητας, ενδύματα, νεκρές φύσεις, δέντρα. Εγκιβωτισμένα μέσα σε θήκες από πλεξιγκλάς τα αντικείμενα αυτά, μιμήσεις και απομιμήσεις του πραγματικού, παιχνίδια και παίγνια, αποκτούν μουσειακό, πολύτιμο αλλά και περιπαικτικό χαρακτήρα. Προσκαλούν το βλέμμα με τα έντονα χρώματα και την αρτιότητα της κατασκευής τους, προκαλούν τη σκέψη προβάλλοντας τα ράκη και τα άχρηστα πλέον στοιχεία της καθημερινότητας, περιπαίζουν την κοινωνία του καταναλωτισμού και παίζουν ανάμεσα στην έννοια του φαιδρού, του περιττού, του πολύτιμου.
Έργο τέχνης; Αντικείμενο διακοσμητικό; Αντικείμενο χρηστικό; Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο πραγματικό και την αναπαραγωγή του; Πότε κάτι γίνεται πολύτιμο; Πότε κάτι είναι ευτελές; Τι είναι μοναδικό; Τι είναι βιομηχανικό; Υποδηλώνουν τα αντικείμενα την ανθρώπινη παρουσία ή μήπως την ακυρώνουν; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που προκαλούν τα έργα του Παύλου. Χωρίς μεγαλοστομίες. Παίζοντας με την πραγματικότητα.