Ορφανός από πατέρα, καθιέρωσε το επώνυμο της μητέρας του αντί του πατρικού του ονόματος "Αποστολέλλης". Φοίτησε στο γυμνάσιο των Κυδωνιών. Το 1913 γράφτηκε στην τρίτη τάξη της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, δύο χρόνια όμως αργότερα διέκοψε τις σπουδές του και, αφού ταξίδεψε σε διάφορες χώρες, εγκαταστάθηκε έως το 1919 στο Παρίσι, όπου και έγραψε το βιβλίο του Pedro Cazas. Επέστρεψε στην πατρίδα του και δίδαξε γαλλική γλώσσα και καλλιτεχνικά μαθήματα στο γυμνάσιο. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή κατέφυγε ως πρόσφυγας στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στην Αθήνα και εργάστηκε για το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη. Το 1923 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος και ήλθε σε επαφή με τη βυζαντινή ζωγραφική. Την ίδια χρονιά εξέθεσε με τον Κωνσταντίνο Μαλέα και παρουσίασε έργα του στο Λύκειο των Ελληνίδων στην Αθήνα. Εργάστηκε ως συντηρητής στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας (1930), στο Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου (1933) και στο Μουσείο της Κέρκυρας (1934 - 1935), ενώ από το 1936 δούλεψε για τη συντήρηση και τον καθαρισμό των τοιχογραφιών της Περίβλεπτου στο Μυστρά. Το 1932, με βοηθούς το Γιάννη Τσαρούχη και το Νίκο Εγγονόπουλο, ζωγράφισε με την τεχνική της νωπογραφίας τις τοιχογραφίες του σπιτιού του, που σήμερα βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, και το 1933 πήρε το δίπλωμά του από τη Σχολή Καλών Τεχνών. Συμμετείχε σε Πανελλήνιες Καλλιτεχνικές Εκθέσεις (1938, 1948, 1957), στην Μπιενάλε της Βενετίας του 1934 και στη Β΄ Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας (1957). Στα 1937 - 1939 φιλοτέχνησε κατά τη βυζαντινή τεχνοτροπία τις τοιχογραφίες του Δημαρχείου της Αθήνας. Το 1960 τιμήθηκε με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το δίτομο βιβλίο τουΈκφρασις, ήγουν ιστόρησις της παντίμου ορθοδόξου αγιογραφίας, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Αστήρ", καθώς και με τον Ταξιάρχη του Φοίνικος, ενώ το 1965 έλαβε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών. Αγιογράφησε πολλές εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και την Καπνικαρέα στην Αθήνα (1942 - 1953), ιστόρησε μεγάλο αριθμό φορητών εικόνων, ενώ ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση και τη συγγραφή βιβλίων. Αναδρομικές παρουσιάσεις του έργου του διοργανώθηκαν από την Εθνική Πινακοθήκη (1978), το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων (1983) και το Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης (1986). Έχοντας ως γνώμονα των καλλιτεχνικών του αναζητήσεων τη βυζαντινή και τη λαϊκή ζωγραφική, αλλά και μελετώντας δημιουργίες παλαιότερων περιόδων, όπως τα πορτρέτα του Φαγιούμ, αναδείχτηκε με το έργο του σε βασικό υποστηρικτή του αιτήματος της αυθεντικότητας της ελληνικής έκφρασης, ενώ καθοριστική κρίνεται η συμβολή του στη διαμόρφωση της νεότερης εκκλησιαστικής ζωγραφικής.
Πάνω στη γη, όπου αδρό το χονδροκόκκινο της κλίμακας του Πολυγνώτου και της βυζαντινής αγιογραφίας απλώνεται επιβλητικά, τα γεωμετρικά βουνά, μνήμη βυζαντινής κληρονομιάς, και όρθιες ακόμη μερικές κολώνες που απέμειναν από την ελληνική αρχαιότητα, θραύσματα ενός ναού, πλουτίζουν την πραγματικότητα της εικόνας, όπως οι συστάδες των θάμνων, όπως ένα αρχαίο σώμα, στοιχεία αφήγησης, ποικίλματα και γλυκασμοί φωτός και παρουσίας. Παρουσία της ιστορίας, μιας συνεχής κατάφαση στη ροή του χρόνου, κληρονομιά που γίνεται παρόν, που είναι αενάως παρούσα. Με την απλότητα και την αμεσότητα λαϊκής ζωγραφιάς, οι φουστανελοφόροι, ήρωες του ’21, χωρικοί της πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας, δείχνουν ένα αόρατο μες την εικόνα μονοπάτι συνέχειας, ενώ η μητέρα, ένα με τη γη, ως άλλη Παρθένος, σείει το λίκνο του βρέφους, κάνιστρο ταυτότητας, λίκνο εθνικής συνείδησης.
Αυτά ιστόρησε, με άκρα κατάνυξη, ο Φώτης Κόντογλου, υπέρμαχος της βυζαντινής παράδοσης, πιστός χριστιανικής ελπίδας, ταπεινός αγιογράφος-αφηγητής μιας πατρίδας, έκθαμβος εραστής της φύσης και της αγιότητάς της, βάζοντας με το χέρι του τις ψιμυθιές του μίτου- συνείδησης.
WorkOfArt RelatedInfoWorkOfArt RelatedInfo
ECardECard
Χρονολογία: 1933
Υλικό: Λάδι σε μουσαμά
Διαστάσεις: 31,5 x 43 εκ.
Αρ. Έργου: Π.10515
Εγγραφείτε στο Newsletter του Μουσείου
Θέλετε να λαμβάνετε τα νέα του Μουσείου της Πινακοθήκης ηλεκτρονικά?