Μυταράς Δημήτρης (1934 Χαλκίδα )
Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (1953-1957), με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά. Την περίοδο 1961-1964, με υποτροφία του Ι.Κ.Υ., συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα σκηνογραφίας στην Ecole Nationale des Arts Decoratifs κοντά στους Labisse και J.L. Barreau και διακόσμησης εσωτερικών χώρων στην Metiers d' Arts.
Από το 1964 ως το 1972 ήταν υπεύθυνος του εργαστηρίου Εσωτερικής Διακόσμησης στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, ενώ το 1975 εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1978, με τη βοήθεια του Δήμου, ίδρυσε με τη σύζυγό του Χαρίκλεια σχολή ζωγραφικής στη Χαλκίδα.
Στη διάρκεια της καλλιτεχνικής του πορείας έχει αναπτύξει πλούσια εκθεσιακή δραστηριότητα, που περιλαμβάνει πολυάριθμες συμμετοχές σε ομαδικές και διεθνείς εκθέσεις, αλλά και πολλές ατομικές παρουσιάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ανάμεσα στις σημαντικότερες συμμετοχές του περιλαμβάνονται οι Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας το 1958 και το 1966, των Νέων στο Παρίσι το 1960, του Σάο Πάολο το 1966 και της Βενετίας το 1972. Το 1961 παρουσίασε την πρώτη ατομική του έκθεση στη γκαλερί Ζυγός, ενώ στη συνέχεια ξεχωρίζουν οι αναδρομικές το 1989 στην Πινακοθήκη Πιερίδη, στο Βελλίδειο Ίδρυμα και στη γκαλερί Ειρμός της Θεσσαλονίκης, το 1992 στο Chateau Cenonceau στη Γαλλία, το 1995 στην Εθνική Πινακοθήκη και το 1998 στο μουσείο Millegarden της Στοκχόλμης, στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας.
Εκτός από τη ζωγραφική έχει ασχοληθεί εκτεταμένα και με τη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, το Εθνικό, το Θέατρο Τέχνης, το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, καθώς και με πολλούς σημαντικούς ελληνικούς θιάσους. Έχει επίσης διακοσμήσει με τοιχογραφίες ξενοδοχεία, εργοστάσια και υποκαταστήματα τραπεζών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Στο πλαίσιο του ευρύτερου ενδιαφέροντός του για την τέχνη έγραψε διάφορα θεωρητικά κείμενα, τα οποία εκδόθηκαν το 1989 σε βιβλίο με τίτλο "Μη μιλάς πολύ για τέχνη".
Η ζωγραφική του, ανθρωποκεντρική κατά κύριο λόγο, χαρακτηρίζεται από το έντονο σχέδιο και τα καθαρά και δυνατά χρώματα. Ξεκινώντας από το φωτογραφικό ρεαλισμό, δέχτηκε στη συνέχεια την επιρροή της αφαίρεσης, για να καταλήξει σε μια εξπρεσιονιστική έκφραση, ενώ ένα μεγάλο μέρος του έργου του χαρακτηρίζεται από μία έντονη διάθεση κοινωνικής κριτικής.